- Διαύλου
- Δίαυλοςdouble pipemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαύλου — δίαυλος double pipe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
CHIONIS — celebris Olympionices. Olymp. 30. quâ Phigalia a Lacedaemoniis excisa est, tertium vicit; imo et quartum: eiusque victoriae in duabus stelis, alterâ Olympiae, alterâ Lacedaemone Incisae erant, Pausan. l. 6. Χίονις (sive Α᾿γχίονις᾿ ἀνὴρ… … Hofmann J. Lexicon universale
δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… … Dictionary of Greek
δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής … Dictionary of Greek
διαυλοδρομία — διαυλοδρομία, η (Α) αγώνας διαύλου … Dictionary of Greek
διαυλοδρομώ — διαυλοδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω τον δίαυλο, αγωνίζομαι στο αγώνισμα του διαύλου 2. ξαναγυρίζω στο σημείο εκκινήσεως, στην αφετηρία 3. επανέρχομαι, ανατρέχω νοερὰ («πάντων ἐπὶ ταῑς ἀρχαίαις διαυλοδρομούντων... εὺπραγίαις», Φίλων ο Ιουδαίος) … Dictionary of Greek
επεξεργαστής — Το βασικότερο τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποστολή την ερμηνεία και την εκτέλεση εντολών. Τα πρώτα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα περιείχαν κάρτες με ολοκληρωμένα κυκλώματα που συνδυαζόμενα υλοποιούσαν τον κεντρικό ε. Στη… … Dictionary of Greek
καμψιδίαυλος — καμψιδίαυλος, ον (Α) αυτός που έτρεχε στο αγώνισμα τού διαύλου (δρόμου), που παρέκαμπτε τη νύσσα, τον καμπτήρα, και έτρεχε στην απέναντι διαδρομή τού σταδίου, η οποία οδηγούσε στην αφετηρία 2. μτφ. το χέρι που κτυπά γρήγορα προς τα πάνω και προς… … Dictionary of Greek
μαρκαδόρος — ο 1. υπάλληλος εστιατορίου ή χαρτοπαικτικής λέσχης που διαχειρίζεται τις μάρκες 2. είδος στυλογράφου διαρκείας με υγρό μελάνι διαφόρων χρωμάτων, που γράφει σε κάθε επιφάνεια 3. στροφόμετρο, αυτόματο μηχάνημα για την καταμέτρηση στροφών 4. ναυτ.… … Dictionary of Greek